μούσου

μούσου
μουσόομαι
pres imperat act 2nd sg
μουσόομαι
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
μουσόω
furnish with power of song
pres imperat act 2nd sg
μουσόω
furnish with power of song
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μούσου — Μοῦσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καφηρέας — Ακρωτήριο στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας, γνωστό και ως Κάβο Ντόρο. Ψηλό και απόκρημνο, αποτελεί απόληξη μιας χερσονησώδους προβολής του όρους Όχη. Η ονομασία Κάβο Ντόρο (χρυσό ακρωτήριο) είναι ιταλική. Προέρχεται, όπως υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Καψαμπέλης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Καστάνιτσα. 1. Βασίλειος. Κατατάχθηκε στο σώμα του Γιατράκου και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες και τις πολιορκίες φρουρίων που έγιναν στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Διακρίθηκε στις μάχες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”